- κωμαστήριον
- κωμαστήριονmeeting-place ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμαστήριον — κωμαστήριον, τὸ (Α) [κωμάζω] 1. (στην Αίγυπτο) τόπος συνάντησης τών κωμαστών 2. ιερό αντικείμενο 3. (μτφ. για τον ουρανό) τόπος που διατρέχουν σε πομπή οι θεότητες τού ηλίου και τών αστέρων … Dictionary of Greek
κωμαστηρίῳ — κωμαστήριον meeting place of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμαστήρια — κωμαστήριον meeting place of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)